- αὐλητικός
- αὐλητικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυλητικός — αὐλητικός, ή, όν (Α) [αυλητής] 1. ο κατάλληλος να εκτελεστεί με αυλό 2. ο επιδέξιος στο παίξιμο του αυλού 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐλητική η τέχνη του αυλητή … Dictionary of Greek
αὐλητικά — αὐλητικός of neut nom/voc/acc pl αὐλητικά̱ , αὐλητικός of fem nom/voc/acc dual αὐλητικά̱ , αὐλητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικῶν — αὐλητικός of fem gen pl αὐλητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικόν — αὐλητικός of masc acc sg αὐλητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικαί — αὐλητικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικοῖς — αὐλητικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικοί — αὐλητικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικοῦ — αὐλητικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικούς — αὐλητικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικῆς — αὐλητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)